- περβάζι
- και πρεβάζι, το1. πλαίσιο θύρας ή παραθύρου από ξύλο ή μέταλλο2. το κάτω τμήμα τού πλαισίου ενός παραθύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pervaz].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περβάζι — το (λ. τουρκ.), πλαίσιο παραθύρων και θυρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… … Dictionary of Greek
κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… … Dictionary of Greek
πρεβάζι — το, Ν βλ. περβάζι … Dictionary of Greek
τελάρο — το, Ν» 1. πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνουν το ύφασμα τού κεντήματος 2. πλαίσιο για θύρα ή παράθυρο, περβάζι 3. ξύλινο ή πλαστικό κιβώτιο για την τοποθέτηση λαχανικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. telaro] … Dictionary of Greek
κομβολβουλίδες ή κονβολβουλίδες — (convolvulaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Περιλαμβάνει περίπου 85 γένη θαμνωδών ή ποωδών φυτών, που χαρακτηρίζονται από λεπτούς, έρποντες ή αναρριχώμενους βλαστούς και απλά, ορισμένες φορές λοβωτά, κατ’ εναλλαγή… … Dictionary of Greek
πλαίσιο — το 1. τετράπλευρο ή άλλου σχήματος περιθώριο που περιβάλλει ή συγκρατεί κάτι. 2. περβάζι, κορνίζα, τελάρο: Το πλαίσιο της φωτογραφίας θέλει άλλαγμα. 3. σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται κάτι: Το πλαίσιο του αυτοκινήτου, αλλιώς σασί. 4. τα όρια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελάρο — το (λ. ιταλ.) 1. πλαίσιο για τέντωμα κεντήματος: Τελάρο κεντήματος. 2. ξύλινο πλαίσιο πόρτας, παραθύρου κτλ., κάσα, περβάζι. 3. ξύλινο τετράγωνο σκεύος για τοποθέτηση και μεταφορά φρούτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)